Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Χ. Λάσκος, Γ. Μηλιός, Ε. Τσακαλώτος: Έξοδος από τη ζώνη του ευρώ - «Να βγεί κανείς ή να μη βγεί;»

Κρίση της Ελλάδας και της ευρωζώνης, διλήμματα των κομμουνιστών (2012)
    
Workers' Liberty : «Displacing class struggle»? Syriza's argument against the «euro-exit» strategy - Communist Dilemmas on the Greek Euro-Crisis: To Exit or Not to Exit? 30.7. 2012 - Σε μορφή pdf

  
των Χρήστου Λάσκου, Γιάννη Μηλιού και Ευκλείδη Τσακαλώτου
      
Το άρθρο αυτό (αγγλική και γερμανική δημοσίευση Ιούνιος 2012) πιθανώς δεν υπάρχει στα ελληνικά. Ίσως οι συγγραφείς απέφευγαν τότε να οξύνουν τις εντάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ - αυτοπεριορισμός που αποδείχτηκε εντέλει επιζήμιος, συμβάλλοντας και αυτός στην πολιτική σύγχυση του κόμματος. Οι συγγραφείς από την ιδιαίτερη μαρξιστική σκοπιά τους ασκούν κριτική σε παράγοντες των «φιλο-δραχμικών» τάσεων του σημερινού κυβερνητικού κόμματος που επικαλούνται τις άνισες σχέσεις της Ελλάδας με τις οικονομίες των βόρειων χωρών (π.χ. Κ. Λαπαβίτσας, στελέχη της «Αριστερής Πλατφόρμας»). Μεταξύ άλλων, τους καταλογίζουν αναβίωση του σχήματος «κέντρου-περιφέρειας» που υποστήριζε το ΠΑΣΟΚ του 1980. Πέρασαν 3 χρόνια και καθένας από τους τρεις συγγραφείς συνεχίζει την ιδιαίτερη πολιτική διαδρομή του εντός ή εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο τώρα το θέμα «καίει». Γι΄ αυτό - και για «ιστορικούς» λόγους - η εκ των υστέρων δημοσίευση στα ελληνικά έχει την αξία της.*
Γ. Ρ. 
   
1. Η κρίση στην ευρωζώνη συναντά το φάντασμα της θεωρίας της εξάρτησης: Ένα ψευδοδίλημμα;
Επηρεασμένες από τους αντι-αποικιακούς αγώνες, πολλές νεο-μαρξιστικές προσεγγίσεις για τον ιμπεριαλισμό στη μεταπολεμική περίοδο, στηρίζονταν στην ιδέα ότι οι πρώην αποικίες και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ήταν υποταγμένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες μέσω σχέσεων εξάρτησης. Αυτή η έννοια της εξάρτησης, μαζί με σχετικές αντιλήψεις για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, διαμόρφωσε τις θεωρίες κέντρου-περιφέρειας, οι οποίες αντιλαμβάνονται τις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις ως σχέσεις εκμετάλλευσης και πόλωσης μεταξύ χωρών, με ένα ανεπτυγμένο ιμπεριαλιστικό «κέντρο» και μια εξαρτημένη «περιφέρεια» καθώς και μια «ημι-περιφέρεια» μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων πόλων. Η αντίληψη αυτή είχε μεγαλύτερη επιρροή στη δεκαετία του 1970 και έπαιζε σημαντικό ρόλο στον τρόπο σκέψης που επικρατούσε στο ΠΑΣΟΚ της αρχικής ριζοσπαστικής φάσης του, πριν από την άνοδό του στην εξουσία το 1981 [3].
Από το φιλμ Στάλκερ του Αντρέι Ταρκόφσκι
Η προσέγγιση αυτή παραμερίστηκε, πράγμα που εξηγείται επαρκώς από την αποτυχία αυτής της αντίληψης να εξηγήσει τις σύγχρονες εξελίξεις στον καπιταλισμό: την ανάδυση και ανοδική πορεία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών της Ανατολικής Ασίας και στη συνέχεια της Κίνας και των άλλων χωρών «BRICS», παρά την περιθωριοποίηση των πιο πολλών χωρών της υποσαχάριας Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας (Μηλιός και Σωτηρόπουλος, 2009, κεφ. 2). Ωστόσο, σε πολλούς που υποστηρίζουν τη στρατηγική της εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, εξακολουθεί να υπάρχει ένα ισχυρό στοιχείο του σχήματος κέντρου - περιφέρειας : 
Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση έχει δημιουργήσει σχίσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας και οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών μερών είναι ιεραρχική και ανισόμερη. Η περιφέρεια απώλεσε ανταγωνιστικότητα στη δεκαετία του 2000, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της προς όφελος του κέντρου-πυρήνα της ευρωζώνης και την συσσώρευση μεγάλων οφειλών της περιφέρειας προς τα χρημαπιστωτικά ιδρύματα αυτού του πυρήνα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Γερμανία έχει αναδειχθεί ως οικονομικός ηγεμόνας της ευρωζώνης. [...] Η ζώνη του ευρώ έχει επίσης μια εξωτερική περιφέρεια της Ανατολικής Ευρώπης που παρουσίασε παρόμοιες τάσεις με την εσωτερική περιφέρεια [...] Η Ιταλία [...] καταλαμβάνει μιαν ενδιάμεση θέση μεταξύ της περιφέρειας και του κέντρου-πυρήνα [...] Όμως τι εναλλακτικές λύσεις διαθέτουν τώρα οι περιφερειακές χώρες; Παγιδευμένες εντός της ευρωζώνης, απειλούνται από τη διαρκή λιτότητα, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, την υψηλή ανεργία, τις αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις και την απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας (Λαπαβίτσας και άλλοι (2011, σελ. 5 επ.)
Η εν γένει επίκληση τέτοιων επιχειρημάτων δηλώνει ότι οι ανταγωνιστικές καπιταλιστικές χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» - και ιδιαίτερα η Γερμανία - έχουν αυξήσει την ανταγωνιστικότητά τους επιτυγχάνοντας χαμηλό κόστος εργασίας, κυρίως μέσω της συμπίεσης των μισθών και της μείωσης του πληθωρισμού. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνουν τις εξαγωγές τους εντός της ευρωζώνης, ενώ την ίδια στιγμή καταστρέφουν την «παραγωγική βάση» της περιφέρειας, η οποία φαίνεται να είναι πιασμένη σε μια παγίδα «υπανάπτυξης». Οι επίμονες ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εκλαμβάνονται ως άμεσα αποτελέσματα του ανωτέρω. Για όσους δέχονται αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας, η νομισματική ένωση φαίνεται να έχει μετατραπεί σε μια περιοχή για εκμετάλλευση των χωρών της περιφέρειάς της από την οικονομική «ατμομηχανή» του κέντρου.
[Ο διεθνής ανταγωνισμός ως ευνοϊκή συνθήκη για την αξιοποίηση του συνολικού κεφαλαίου]
Μια τέτοια προσέγγιση αντικαθιστά ένα βασικό στοιχείο της προβληματικής του Μαρξ, συγκεκριμένα τους ταξικούς αγώνες ως την κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης, με ένα αστικό θεωρητικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο την ιστορία την κινούν οι αντιθέσεις και οι εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών [ως συνόλων]. Δεν αντιλαμβάνεται το κράτος ως πολιτική συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας, ως τον παράγοντα που διασφαλίζει την συνοχή μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Συνακόλουθα αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση που αναπαράγεται με πολύπλοκο τρόπο (υπερ-προσδιορίζεται πολιτικά και ιδεολογικά), μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου (εθνικο-κρατικού) κοινωνικού σχηματισμού.  
Η οικονομική εξέλιξη του καπιταλισμού και οι κρίσεις του δεν εξαρτώνται από τις «επιθυμίες» ή τις «στρατηγικές» των ισχυρών κρατών, αλλά από τους ταξικούς αγώνες, όπως αυτοί αναπαράγονται εντός των διαφόρων εθνικο-κρατικών κρίκων της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής τάξης, οι οποίοι αρθρώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως μια παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα (Μηλιός & Σωτηρόπουλος 2009, κεφ. 10). Αυτός είναι ένας τρόπος για να αντιληφθούμε τις πολύπλοκες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών. Οι σχέσεις αυτές υπερ-καθορίζουν τους ταξικούς αγώνες μέσα σε κάθε χώρα, όμως ποτέ δεν αποκτούν προτεραιότητα σε σχέση με αυτούς. Από τη μια πλευρά, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δημιουργεί το πεδίο όπου συγκροτούνται οι διαφορετικές και συχνά αντιφατικές εθνικές στρατηγικές, οι προφανώς άνισες ως προς την ισχύ. Αλλά την ίδια στιγμή, τους άνισους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας τους συνδέει ένα κοινό στρατηγικό συμφέρον: η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος εξουσίας. Κάθε κράτος, καθώς οικοδομεί την ιδιαίτερή του στρατηγική στη διεθνή σκηνή, σε ένα πεδίο όπου οι συσχετισμοί δύναμης μεταβάλλονται, συμβάλλει επίσης στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην ΕΕ γίενται πραγματικότητα η ολοκλήρωση των καπιταλιστικά ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης: είναι μια στρατηγική συμμαχία των κυρίαρχων τάξεών τους, που επιδιώκουν να ενισχύσουν τη θέση τους τόσο απέναντι στις ΗΠΑ και απέναντι σε άλλους ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς, αλλά επίσης, κατά κύριο λόγο, απέναντι στις «δικές τους» (τις ευρωπαϊκές) εργατικές τάξεις. Βασική προϋπόθεση για την απρόσκοπτη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι να υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την αξιοποίηση του κεφαλαίου: μεταξύ των εν λόγω συνθηκών πρέπει να περιλαμβάνεται και ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός. Η έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό είναι η πλέον κατάλληλη στρατηγική για την οργάνωση της αστικής εξουσίας, είναι το μοντέλο για την διαρκή αναδιοργάνωση της εργασίας και για την εξάλειψη των μη ανταγωνιστικών ατομικών κεφαλαίων προς όφελος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.
[Μαγική εικόνα 1995-2008: Άνοδος ΑΕΠ των χωρών του Νότου, χρηματοικονομικά πλεονάσματα]
Όσοι υποστηρίζουν τη στρατηγική της εξόδου, δικαίως θεωρούν την ΕΕ ένα ισχυρό και αυταρχικό οικοδόμημα που προωθεί καπιταλιστικά συμφέροντα. Ωστόσο αυτό που αμφισβητούμε εδώ είναι ο ισχυρισμός ότι η ΕΕ αποτελεί κατ΄ ουσία ένα οικοδόμημα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Βόρειων οικονομιών - λες και δεν υπάρχουν σχέσεις κοινωνικών τάξεων στις Βόρειες οικονομίες. Η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό, που πραγματοποιείται μέσω του προγράμματος της ενιαίας αγοράς και της νομισματικής ένωσης, επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις προς όφελος του κεφαλαίου σε όλα τα κράτη-μέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ολοκλήρωση αυτή εξασφάλισε για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες υψηλότερα ποσοστά κέρδους, ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξηση της μέσης παραγωγικότητας, τουλάχιστον πριν από το 2008, συνέβαλε δε στην κάλυψη σε μεγάλο βαθμό του χάσματος στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που τις χώριζε από τις πιο προηγμένες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Και όλα αυτά που συνέβησαν μέσα σε ένα περιβάλλον «ελεύθερης» διακίνησης των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, είναι δείκτες αυξημένης ανταγωνιστικότητας!
Μέσα στην περίοδο 1995-2008 η Ελλάδα γνώρισε μια πραγματική αύξηση του ΑΕΠ που ανήλθε στο 61,0 %, η Ισπανία στο 56,0 % και η Ιρλανδία στο 124,1 %. Αντίθετα, η αύξηση του ΑΕΠ στην ίδια χρονική περίοδο ήταν 19,5 % για τη Γερμανία, 17,8% για την Ιταλία και 30,8% για τη Γαλλία (βλέπε ΟΟΣΑ, Economic Outlook, τόμος 2009/2, ΔΝΤ & βλ. επίσης Μηλιός και Σωτηρόπουλος 2010, σελ. 228). Σημειώνουμε ότι στην ίδια περίοδο, και αντίθετα με ό,τι συνέβη στην Ισπανία, στην Ιταλία και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, η ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ ήταν πιό έντονα βασισμένη στις επενδύσεις και στους υψηλούς ρυθμούς ανόδου της απασχόλησης και της παραγωγικότητας και όχι τόσο στις κυβερνητικές δαπάνες [4]. Οι υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στις «περιφερειακές» οικονομίες της Ευρώπης συνοδεύονταν τόσο από γρήγορη μείωση του κόστους του εγχώριου δανεισμού, όσο και από σημαντική εισροή ξένων επενδύσεων (διαφόρων μορφών). Αυτό προκάλεσε διαρκή πλεονάσματα στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Ωστόσο, οι ανισορροπίες στα χρηματοοικονομικά ισοζύγια εντός της ευρωζώνης διαμόρφωσαν ένα ασταθές και ευάλωτο πλαίσιο συμβίωσης που κατέρρευσε γρήγορα μετά την κρίση του 2008.  
[Έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πλεονάσματα ισοζυγίου κεφαλαίων, ανταγωνιστικότητα, υπερθέρμανση «περιφερειακών» οικονομιών, «φούσκες» εσωτερικής ζήτησης]
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της πρώτης δεκαετίας του ευρώ είναι οι επίμονες ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: ορισμένες χώρες εμφανίζουν χρόνια πλεονάσματα, ενώ άλλες υποφέρουν από διαρκή ελλείμματα. Παρ' όλα αυτά, η σχέση αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ των δύο αυτών «δεδομένων» μπορεί και να μην είναι αυτή που υποστηρίζεται, συχνά επιπόλαια, στις σχετικές συζητήσεις. Με άλλα λόγια, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μπορεί να μην είναι απλώς το άμεσο αποτέλεσμα ενός αντίστοιχου «ελλείμματος» στην ανταγωνιστικότητα. Αντιθέτως, είναι πολύ πιθανό ότι και τα δύο ελλείμματα θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα μιας διαφορετικής βαθύτερης αιτίας, δηλαδή, της σημαντικής διαφοράς στα επίπεδα της ανάπτυξης του καπιταλισμού και του ειδικού τρόπου της «συμβίωσης» εντός του ευρώ.
Δύο άλλες βασικές παράμετροι φαίνονται να έχουν σχέση με το θέμα αυτό. Από τη μία πλευρά, τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους στην «περιφέρεια» ενίσχυσαν τις οικονομικές αποδόσεις στο σύνολό τους και ως αποτέλεσμα μεγάλωσε ο ζήλος των διεθνών επενδυτών για τη χρηματοδότηση αυτών των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου το ρίσκο εξαιτίας των συναλλαγματικών ισοτιμιών και άλλοι κίνδυνοι φαίνονταν εκείνη την περίοδο πολύ περιορισμένοι. Έτσι οι χώρες της «περιφέρειας» κατέγραφαν ισχυρά πλεονάσματα στα χρηματοοικονομικά ισοζύγιά τους. Στις χώρες αυτές, οι επενδύσεις διαφόρων ειδών είχαν γίνει πολύ ελκυστικές για τα κεφάλαια από το κέντρο της ζώνης του ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες της ευρωζώνης, με τους διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσής τους και με ποσοστά κέρδους διαφορετικά μεταξύ τους, ήταν και είναι ενσωματωμένες στο ίδιο καθεστώς ενιαίων ονομαστικών επιτοκίων που καθορίζονται από την ΕΚΤ. Για τις χώρες της «περιφέρειας», αυτά τα ενιαία επιτόκια ήταν σημαντικά χαμηλότερα από τα [«εθνικά»] ονομαστικά επιτόκια που είχαν πριν από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού που επικρατούσαν στις χώρες αυτές, πράγμα που μεταφράζεται σε ακόμη χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, προλείαναν το έδαφος για την έκρηξη του (ιδιωτικού και δημόσιου) δανεισμού. 
Αυτοί οι δύο παράγοντες ενίσχυσαν το δανεισμό και συνέβαλαν στην περαιτέρω υπερθέρμανση των «περιφερειακών» οικονομιών, προσανατολίζοντας την παραγωγή στις ανάγκες μιας σημαντικής εγχώριας ζήτησης [5]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση των πληθωριστικών τάσεων. Το επίπεδο των πραγματικών επιτοκίων μειώθηκε ακόμη περισσότερο και μ' αυτό τον τρόπο διευκολύνθηκε η ακόμη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική μόχλευση. Ταυτόχρονα, η επικράτηση συνθηκών μεγάλης εσωτερικής ζήτησης προκάλεσε αυξηση της ζήτησης για εισαγωγές. Η ροή κεφαλαίων προς την «περιφέρεια» αφενός αντιστάθμισε το κόστος της συμμετοχής στην ενιαία αγορά, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας (καθώς η άνοδος του πληθωρισμού αύξησε την τιμή των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων). Έτσι, το ευρώ συνέβαλε στη διαιώνιση τόσο των ασυμμετριών στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, όσο και των αποκλίσεων του μοναδιαίου κόστους εργασίας και του πληθωρισμού (ανταγωνιστικότητα).
Προφανώς δεν είναι και τόσο εύκολο να αναλύσουμε τη γραμμική σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και των πλεονασμάτων στα ισοζύγια κεφαλαίων. Υποστηρίζουμε όμως ότι μια προσέγγιση με βάση τις αντιλήψεις περί «κέντρου-περιφέρειας» είναι παραπλανητική για την προπάθεια να κατανοήσουμε της δυναμική της ευρωζώνης. Μια νομισματική ένωση δημιουργεί αποδεδειγμένα στρατηγικά οφέλη για τους συλλογικούς καπιταλιστές όλων των χωρών που συμμετέχουν σ' αυτήν. Με άλλα λόγια, η στρατηγική που εκθέτει τα ατομικά [επιμέρους] κεφάλαια στο διεθνή ανταγωνισμό, είχε ως αποτέλεσμα υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και συσσώρευση στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της «περιφέρειας». Είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί το επιχείρημα ότι η νομισματική ένωση είναι αποκλειστικά ο υπηρέτης των «ακόρεστων» σχεδίων της Γερμανίας, με την ανταγωνιστική οικονομία της. Επιπλέον, η εμπειρία της Ελλάδας μετά την έγκριση του πρώτου προγράμματος σταθεροποίησης, δείχνει ότι αυτό που παρατηρούμε μπορεί να ερμηνευθεί απολύτως ως μια μαζική επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εργαζομένων προς όφελος του ελληνικού κεφαλαίου. Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα κρίσιμο παράδειγμα στο οποίο δοκιμάζεται η ικανότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να επιβάλει μια «λύση» στην κρίση προς δικό του όφελος. Με την έμφαση στο ρόλο της Γερμανίας διαστρεβλώνονται σοβαρά και οι δύο αυτές πτυχές εις βάρος της σοσιαλιστικής στρατηγικής, με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
2. Κριτική των Εθνικών Δρόμων προς το σοσιαλισμό: Επανεξετάζοντας την ταξική πολιτική
Υποστηρίξαμε ήδη ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, η οποία δεν στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο ενιαίο νόμισμα, λειτουργεί ως μηχανισμός που ασκεί πίεση για την αναδιοργάνωση της εργασίας σε όλες τις χώρες-μέλη. Η συμπίεση της γερμανικής εργατικής τάξης, η οποία άρχισε πολύ πριν από την έκρηξη της κρίσης, είναι σημαντική πτυχή αυτής της ιστορίας. Η κρίση χρέους έχει βοηθήσει περαιτέρω για το σφίξιμο της βίδας εις βάρος της εργασίας σε όλες τις περιοχές της ευρωζώνης. Οι πολιτικές της λιτότητας έχουν εφαρμοστεί σχεδόν παντού, αν και δεν είναι ικανές για να σταματήσουν την κρίση στην ευρωζώνη. 
Αποτελεί η στρατηγική της εξόδου απάντηση στην κρίση της ευρωζώνης; 
Κατά τη γνώμη μας, το βασικό πρόβλημα δεν είναι η υποτιθέμενη ριζοσπαστική φύση της στρατηγικής αυτής, αλλά το ότι αποτυγχάνει να αμφισβητήσει σε επαρκές βάθος τις επικρατούσες αντιλήψεις για τη φύση της ελληνικής δύσκολης κατάστασης. Έτσι, αδυνατεί και να απομακρυνθεί από τις επικρατούσες αντιλήψεις για τη σημασία της εθνικής οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας. Τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα μιας εξόδου από τη ζώνη του ευρώ, θα περιλαμβάνουν, προφανώς σε γρήγορη διαδοχή, ελέγχους κίνησης κεφαλαίων, εθνικοποίηση του τραπεζικού τομέα και των βασικών βιομηχανιών και πολιτικές για τη βιομηχανία. Δηλαδή, θα έχουμε μια εθνική απάντηση απέναντι σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα, με όλες τις πολυάριθμες αλληλεξαρτήσεις που συνδέονται με αυτό και με μια κεφαλαιοκρατική τάξη ενωμένη και οργανωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. 
Η εναλλακτική λύση που υποστηρίζουμε εδώ δεν αγνοεί τη σημασία του εθνικού κράτους και των τοπικών αγώνων. Αντιθέτως, ευχαρίστως αποδέχεται ότι το πρωταρχικό κέντρο του αγώνα βρίσκεται εντός του εθνικού κράτους και ενάντια στην αστική τάξη του εν λόγω κράτους. Όμως επίσης γνωρίζει πολύ καλά πόση σημασία έχει να καταφέρνει να εξασφαλίζει συμμαχίες και να προωθεί πρωτοβουλίες πέρα ​​από τα όρια του εθνικού κράτους. Οι δυνάμεις της εργασίας, τόσο στις χώρες ΡΙΙGS όσο και στις Βόρειες οικονομίες έχουν πολλά κοινά συμφέροντα που πρέπει να αξιοποιηθούν. Κάποιοι από το στρατόπεδο που υποστηρίζει την έξοδο απο την ευρωζώνη, είναι πρόθυμοι να εντάξουν την προσέγγισή τους μέσα στην παράδοση του αριστερού διεθνισμού. Έτσι, έχουν ενίοτε υποστηρίξει ότι η Ελλάδα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο της καπιταλιστικής αλυσίδας και ότι μια βαθειά ρήξη της Ελλάδας με τη ζώνη του ευρώ θα έχει ως συνέπεια να ριζοσπαστικοποιήσει τις πρωτοβουλίες αλλού. Αλλά δεν είναι πειστικός ο ισχυρισμός, πως μια στρατηγική που βασίζεται, στα αρχικά της στάδια τουλάχιστον, στην ανταγωνιστική υποτίμηση του νομίσματος προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, μπορεί να «πωληθεί» ως άσκηση διεθνισμού. Επιπλέον, η έμφαση στην εθνική οικονομία δεν υποδηλώνει ότι αποτελεί οργανικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής η διαδικασία που φροντίζει για τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση των δυνάμεων της εργασίας εναντίον του ταξικού αντιπάλου.
[Η χειραγώγηση του χωριστού «εθνικού δρόμου» από δυνάμεις της Δεξιάς και του εθνικισμού]
Επιπλέον πρόβλημα είναι, ότι τέτοιες προσεγγίσεις δεν μπόρεσαν να διδαχθούν από την ιστορία: οι χωριστοί εθνικοί δρόμοι, μαζί με τη δαιμονοποίηση των ξένων «άλλων», χωρίς κατάλληλα αντίδοτα για να γίνονται οι αναγκαίες διακρίσεις κοινωνικών τάξεων και για να ενσωματώνονται οι χωριστοί δρόμοι στο πλαίσιο των περιφερειακών ταξικών αγώνων, εύκολα χειραγωγούνται από τις δυνάμεις του εθνικισμού. Αυτό είναι ιδιαίτερα οδυνηρό στα πλαίσια του ελληνικού προβλήματος, όπου η επιλογή της αθέτησης του χρέους και της εξόδου από τη ζώνη του ευρώ έχει υποστηριχτεί ολόψυχα από ένα ευρύ φάσμα εθνικιστικών δυνάμεων, η αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική των οποίων δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθεί από την αντίστοιχη ρητορική ορισμένων τμημάτων της Αριστεράς [6]. Η αθέτηση του χρέους υποστηρίζεται από αυτά τα ρεύματα με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα «δεν χρωστά τίποτε - αυτοί μας χρωστούν» και ότι η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα μορφή «κατοχής»· είναι ένας όρος που εξακολουθεί να έχει ισχυρή απήχηση σε μια χώρα που δεν έχει ξεχάσει τις εμπειρίες από τον καιρό του πολέμου και όσα επακολούθησαν. Περιττό να πούμε, ότι αυτή η συλλογιστική δεν επιτρέπει καμία εσωτερική διάκριση μεταξύ του «λαού» και του «έθνους». 
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λάβει σαφή θέση για το θέμα αυτό. Επίσης, μερικές φορές και η γενική γραμματέας του ΚΚΕ [το 2012] Αλέκα ​​Παπαρήγα έχει υποστηρίξει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Για το ΚΚΕ η έξοδος αναβάλλεται για το μακροπρόθεσμο μέλλον και παραπέμπεται σε συνθήκες «λαϊκής εξουσίας». Έτσι, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη στρατηγική της εξόδου, όπως σε κάποιο βαθμό και η στάση του ΚΚΕ, δεν έχει σε τίποτε να κάνει με αποδοχή εκ μέρους τους «ρόλου παθητικών αποδοχέων της λαϊκής οργής» (Κουβελάκης, 2011, σ. 31), αλλά περισσότερο με μια ταξική ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης και με την ιστορική κατανόηση εκ μέρους τους της δυναμικής της εθνικιστικής πολιτικής.
[Ο εκσυγχρονισμός της περιόδου Κ. Σημίτη ως εθνική στρατηγική στο πλαίσιο της ΕΕ]
Επηρέασε επίσης την επικρατούσα αντίληψη στην ελληνική Αριστερά η μακρά παράδοση που δίνει μεγάλη έμφαση στην ανασυγκρότηση της οικονομίας, πολύ φανερή στα εκσυγχρονιστικά ρεύματα που ήρθαν στο προσκήνιο με την πρώτη κυβέρνηση Κώστα Σημίτη του ΠΑΣΟΚ το 1996. Η επικρατούσα τότε αντίληψη υποστήριξε ότι αντιπροσώπευε την εξωστρεφή φιλο-ευρωπαϊκή επιλογή. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνεισέφερε ήταν μια εθνική στρατηγική στο πλαίσιο της ΕΕ. Οι εκσυγχρονιστές, πριν και μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν πρόθυμοι να ασκήσουν κάποια κριτική εναντίον των υφιστάμενων πολιτικών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, αλλά ποτέ δεν θεωρήθηκε η αλλαγή τους ως απαραίτητο στοιχείο των λύσεων που αυτοί πρότειναν. Στην περίοδο αμέσως μετά το 1974, η Αριστερά προβληματίστηκε για την αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας. Το τότε ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ πίστευαν ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει καλύτερα έξω από την (τότε) ΕΟΚ, ενώ το ΚΚΕ εσωτερικού, που αντιπροσώπευε το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού στην Ελλάδα, υποστήριξε ότι μια εθνική στρατηγική στο εσωτερικό της ΕΟΚ ήταν η πιο βιώσιμη. Αυτό που έλειπε από εκείνη τη σύγκρουση, η οποία επανεμφανίστηκε αρκετές φορές στη συνέχεια, παίρνοντας διαφορετικές μορφές, ήταν μια στρατηγική που βασίζεται εν μέρει σε υπερεθνικές λύσεις. 
Έχει όμως ενδιαφέρον να σημειωθεί, ότι αυτή η εθνική έμφαση της σοσιαλιστικής πολιτικής είχε υποστεί πολύ σοβαρή κριτική στα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Μεγάλο μέρος της κριτικής περιστράφηκε γύρω από το θέμα του οικονομισμού και του κρατισμού της παραδοσιακής Αριστεράς, καθώς και γύρω από την εστίασή της στην εκλογική επιτυχία και στο σχηματισμό κυβέρνησης, στον κυβερνητισμό της, για να χρησιμοποιήσουμε την ελληνική έκφραση. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτοί που υποστηρίζουν την έξοδο απο την ευρωζώνη έχουν επιδείξει μεγάλη προθυμία να συμμεριστούν τέτοιες κριτικές. 
Για παράδειγμα, η ροπή αυτής της προσέγγισης πρός τον οικονομισμό μπορεί να διαπιστωθεί από τη σημασία που δίνει στο να έχει η χώρα ένα ξεχωριστό εθνικό νόμισμα. Είναι ζήτημα προς εξέταση αν με τη νομισματική υποτίμηση μπορούμε να έχουμε ίδιο επίπεδο μείωσης των πραγματικών μισθών αλλά με λιγότερη ανεργία. Όμως δεν είναι προφανές ότι πρέπει κανείς πάντα να θεωρεί προτιμότερη τη νομισματική υποτίμηση από τον τύπο του εσωτερικού αποπληθωρισμού που επιδώκει σήμερα η τρόικα. Ο κρατισμός αυτής της προσέγγισης δείχνει ότι κάποιοι δεν έχουν διδαχθεί τίποτε από προηγούμενες εμπειρίες αριστερών κυβερνήσεων, όπως το γαλλικό πείραμα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Φαίνεται πως δύσκολα μπορεί να πεθάνει η ιδέα ότι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης της Αριστεράς αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για αλλαγή στις πολιτικές που εφαρμόζονται. Και αυτό συμβαίνει ιδίως όταν δίνεται τόσο πολλή έμφαση στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προκειμένου να γίνει πιο ανταγωνιστική, αλλά πολύ λίγη για την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων και για την προώθηση νέων κοινωνικών μορφών παραγωγής. Η επιχειρηματολογία αυτή φαίνεται πληρέστερα στα ακόλουθα. Τον κυβερνητισμό της προσέγγισης αυτής τον αποδεικνύει η έμφαση που δίνει στο τι θα κάνει μια κυβέρνηση της αριστεράς για να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Έτσι όλη η Αριστερά έχει εμπλακεί σε μια συζήτηση, συχνά δηλητηριώδη, για το τι πρέπει να γίνει μόλις σχηματιστεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Η καθήλωση αυτή, το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να παραγκωνίζει το κεντρικό καθήκον της οικοδόμησης ενός κινήματος προς αυτή την κατεύθυνση, με υψηλό επίπεδο ενεργού συμμετοχής. Η εμπειρία δείχνει ότι αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλύτερη αξιοποίηση της κυβέρνησης.
[Αναδιανεμητικές πολιτικές και μεσαία κοινωνικά στρώματα]
Το τρίπτυχο αυτό του οικονομισμού, κρατισμού και κυβερνητισμού φαίνεται να κρύβει μιαν επιστροφή σε κάποια μορφή της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων. Είναι σαν να υπονοεί πως όλος ο λαός έχει κοινό συμφέρον εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου, απλοποιώντας έτσι σημαντικά τα προβλήματα της λαϊκής και της κρατικής εξουσίας. Αυτό μπορεί να είναι και επακόλουθο των αντιλήψεων περί «κέντρου-περιφέρειας», που ισχυρίζονται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αδύναμος και συνεπώς οι δυνάμεις της αντίδρασης είναι επίσης αδύναμες. Αυτή η προσέγγιση, όπως είδαμε, δεν ευσταθεί από την άποψη της θεωρίας. Ίσως όμως το πιο σημαντικό είναι, ότι δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Όπως επισημαίνει ο Π. Ρυλμόν (2011):
[Οι] ισχυρότερες κοινωνικές ομάδες, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων αποδέχονται την επιδείνωση των ανισοτήτων ως προς το εισόδημα και ως προς τις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς επίσης την αύξηση της ανεργίας και την εξάπλωση της φτώχειας. Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της κρίσης και οι πολιτικές που διαχειρίζονται αυτή την κρίση έχουν κάποιες επιπτώσεις σε όλο σχεδόν τον πληθυσμό της χώρας, η επιδείνωση που επιφέρουν οι πολιτικές αυτές γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από μια μεγάλη πλειοψηφία των προνομιούχων... οι επιχειρήσεις απολύουν σαρωτικά όσους αγωνίζονται να διατηρήσουν τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων... συνεπώς, οι εκκλήσεις για εθνική ενότητα υπ' αυτές τις συνθήκες δείχνουν την αποτυχία να δούμε το πραγματικό ζήτημα...
Η λιτότητα έχει επιδεινώσει πολύ τις εργασιακές συνθήκες. Χρησιμοποιώντας μιαν επιγραμματική φράση του John Gray, η ισότητα στην ανασφάλεια [στο άρθρο του: Progressive, like the 1980s -  London Review of Books, vol.32, no. 20] που επιβάλλεται στους εργαζομένους τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, έχει γίνει κοινή εμπειρία μεγάλου αριθμού ανθρώπων και έχει βάλει αυστηρά όρια στις ατομικές διεξόδους, ενώ οδηγεί σε προλεταριοποίηση και τμήματα της μεσαίας τάξης. Αυτό που βλέπουμε μπροστά μας είναι η επιστροφή του κοινωνικού ζητήματος και η ανάδειξη σε προτεραιότητα των ζητημάτων της απασχόλησης και των μισθών. Αυτή είναι η βάση για μια επιστροφή σε πολιτικές με ταξικό περιεχόμενο και δείχνει την ανάγκη να ξεκινούμε από τα βασικά. Για το λόγο αυτό, ένα τμήμα της Αριστεράς θέτει ως κέντρο της απάντησης στην κρίση τη ριζική αναδιανομή των εισοδημάτων. Δεν είναι «μια απλή απόρριψη της λιτότητας», όπως προτείνει ο Κουβελάκης (2011, σελ. 29). Για μια τέτοια στάση [που υποστηρίζει αναδιανεμητικές πολιτικές], μάλλον χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια στον προσδιορισμό των δυνητικών φίλων και αντιπάλων, από όση είναι διατεθειμένοι να επιδείξουν αυτοί που υποστηρίζουν τη στρατηγική της εξόδου από την ευρωζώνη. 
Το κεντρικό ζήτημα για μας, περιστρέφεται γύρω από το αν η βασική αντίθεση είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ή μεταξύ κεφαλαίου και του λαού [ως όλου]. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας λόγος, ή μια ρητορική, που να αναδεικνύει την κοινωνικές τάξεις και όχι [γενικά] «λαϊκός», ένας λόγος που να έχει την ικανότητα να ενώνει τον χειρώνακτα εργάτη, τον επισφαλώς απασχολούμενο και τον υπάλληλο του σούπερ μάρκετ, λόγου χάρη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτες οι δυνάμεις των μεσαίων κοινωνικών τάξεων που μπορούν να ταχθούν με το μέρος των δυνάμεων της εργασίας. Όμως, το να συλλογιστούμε γι' αυτό το θέμα, σημαίνει να πάμε πέρα από τα αντι-μονοπωλιακά σχήματα που επικρατούν σε μερικά τμήματα της ελληνικής Αριστεράς. Η κατηγορία των μεσαίων κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένης και της μικροαστικής (Μηλιός και Οικονομάκης 2011), καλύπτει ευρύ φάσμα εμπειριών και κοινωνικών πρακτικών. Η Αριστερά πρέπει να αναλύσει αυτές τις διακρίσεις. Χρειάζεται επίσης μιαν ηγεμονική πολιτική που να επιδιώκει να απευθυνθεί σε ορισμένα από αυτά τα κοινωνικά στρώματα, όχι με βάση τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν μέχρι τώρα - ο οποίος στην ελληνική περίπτωση μπορεί απλά να σήμαινε φοροδιαφυγή ή και χειρότερα πράγματα, αλλά με βάση νέες πρακτικές και νέα πρότυπα κατανάλωσης και παραγωγής.
3. Εναλλακτικές λύσεις στην ηγεμονία του καπιταλισμού  και ιστορικά προηγούμενα αριστερών κυβερνήσεων
Eπικρίνουμε εδώ μια θέση, η οποία έχει παράδοξα συντηρητικά χαρακτηριστικά. Δρα σαν να ήταν ανέκαθεν γνωστό στην Αριστερά το δρομολόγιο προς το σοσιαλισμό, συμπεριλαμβανομένων των βέλτιστων οικονομικών παρεμβάσεων προς αυτήν την κατεύθυνση, και το μόνο που χρειάζεται είναι το κατάλληλο πολιτικό κλίμα για την επανενεργοποίηση της δεδομένης συνταγής. Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, φαίνεται να θεωρούν την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ και την αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους ως το ιδανικό πλαίσιο για την ενεργοποίηση του συνηθισμένου οπλοστασίου των αριστερών οικονομικών απαντήσεων: έλεγχος στην κίνηση των κεφαλαίων και εθνικοποίηση των τραπεζών, έλεγχος των τιμών, επανεθνικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας που ιδιωτικοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μετά το 1996, βιομηχανική πολιτική και ούτω καθεξής. Όσοι θυμούνται την εμπειρία, ή μάλλον τη μοιραία κατάληξη, της Εναλλακτικής Οικονομικής Στρατηγικής στη Βρετανία ή του Κοινού Προγράμματος της Αριστεράς στη Γαλλία, μπορεί να μπουν στον πειρασμό να εκφράσουν μια κάποια έκπληξη για το γεγονός ότι τόσα λίγα έχουν αλλάξει [σ' αυτή την αριστερή πολιτική] μέσα σε τόσο πολύ χρονικό διάστημα. Ούτε μπορούμε να πούμε, πως αυτοί που υποστηρίζουν τη στρατηγική της εξόδου επέδειξαν κάποιο σημαντικό ενδιαφέρον για να συζητήσουν, σε ποιούς λόγους οφείλονται οι παρελθούσες αποτυχίες των εναλλακτικών οικονομικών πειραμάτων ή σε ποιό βαθμό οι οικονομικές εξελίξεις μετά το 1970, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση και η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα εντός της οικονομίας, απαιτούν κάποιες νέες αφετηρίες προβληματισμού. 
Όμως, το να διερευνούμε τις εναλλακτικές λύσεις, δεν πρέπει να εξαντλείται μόνο στην αξιολόγηση των προηγούμενων αποτυχιών. Για τη διαμόρφωση των περισσότερων μαρξιστικών σχεδίων δράσης, η θεωρία, άρα και η πρακτική, πρέπει να στηρίζεται εν μέρει στη γενίκευση των εμπειριών της εργατικής τάξης από την πραγματικότητα. Πιο πρόσφατα, οι αριστεροί επέδειξαν προθυμία να επεκτείνουν αυτή τη διατύπωση, συμπεριλαμβάνοντας τις εμπειρίες των φεμινιστικών, αντιρατσιστικών και άλλων κινημάτων, όπως αυτών που αγωνίζονται ενάντια στην εμπορευματοποίηση των κοινωνικών και δημόσιων αγαθών. Οι εμπειρίες από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το οποίο είχε την πρωτοκαθεδρία μετακύ των κινημάτων στα άγονα χρόνια της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, φαίνονται σαν εξαιρετικό εργαστήριο ιδεών για τους αριστερούς που αναζητούν οδηγητικές ιδέες για την επεξεργασία μιας εναλλακτικής οικονομικής και πολιικής στρατηγικής. Ο ακτιβισμός της λαϊκής βάσης, η αυτο-οργάνωση, η αυτοδιαχείριση, η κοινωνική οικονομία, ο κοινωνικός έλεγχος, το δίκαιο εμπόριο και η ηθική τραπεζική, φαίνεται να είναι μόνον μερικές από τις εμπειρίες που έχουν ξεπηδήσει σ' όλο τον κόσμο, που θα μπορούσαν με ρεαλιστικό τρόπο να αποτελέσουν στοιχεία μιας νέας προσέγγισης. Όχι απαραίτητα ως εναλλακτικές λύσεις, ας πούμε, έναντι του δημοκρατικού σχεδιασμού ή της βιομηχανικής πολιτικής, αλλά τουλάχιστον ως χρήσιμες προσθήκες. Θα θέλαμε να τονίσουμε δύο θέματα, κοινά σε πολλές από αυτές τις καινοτομίες: Πρώτον, ότι οι κοινωνικές ανάγκες παρέχουν την απαραίτητη αφετηρία για να σκεφτόμαστε τις όποιες εναλλακτικές λύσεις (βλ. Lebowitz, 2003). Και δεύτερον, ότι η ενεργός ανταπόκριση των δρώντων παραγόντων της αλλαγής είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση αυτών των αναγκών, συνεπώς και για τις πολιτικές πτυχές κάθε στρατηγικής της  μετάβασης [7]. 
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα θέματα δεν ήταν εντελώς απόντα από τα προηγούμενα αριστερά κυβερνητικά πειράματα. Ένα παράδειγμα είναι η βρετανική αριστερή κυβέρνηση [του Εργατικού Κόμματος], η οποία ασχολήθηκε με την Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική και που με πολλή επιμονή έδωσε έμφαση στο ρόλο της βιομηχανικής δημοκρατίας και στη συμμετοχή των εργαζομένων. Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η στρατηγική αυτή στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνον στη μεταβίβαση των μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων στην κρατική ιδιοκτησία. Όμως δεν είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός, ότι δημιουργήθηκαν τότε υπερβολικές προσδοκίες, για το βαθμό στον οποίο εκείνη η ιδιοκτησιακή μεταβίβαση μπορούσε από μόνη της να ανοίξει νέες προοπτικές για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι η τότε επικρατούσα άποψη ήταν η εξής: η αριστερή κυβερνητική εξουσία διασφαλίζεται, αν η κυβέρνηση γνωρίζει σε ποιες ανάγκες του κόσμου της εργασίας πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, ενώ η ενεργός συμμετοχή των πολιτών εκ των κάτω θεωρήθηκε, στην καλύτερη περίπτωση, ένα επιπλέον πρόσθετο στοιχείο.
[Η ενεργός συμμετοχή εκ των κάτω - Κινήματα των πολιτών]
Από την άλλη πλευρά, στη δική μας αντίληψη, αυτό που εξασφαλίζουν οι δύο αυτές θεματικές ενότητες - οι ανάγκες και η ενεργός συμμετοχή εκ των κάτω - αποτελεί τη βάση να συνενωθούν οι εμπειρίες ενός ευρέος φάσματος κινημάτων, μερικά από τα οποία είναι αντικαπιταλιστικά, ενώ πολλά άλλα περιέχουν αντικαπιταλιστική δυναμική χωρίς όμως οποιαδήποτε συνειδητή δέσμευση για το σκοπό αυτό. Τα νήματα που συνδέουν αυτές τις εμπειρίες, επιχειρούν να αμφισβητήσουν τα καπιταλιστικά πρότυπα τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης και όχι μόνο της νεο-φιλελεύθερης παραλλαγής τους. Φέρνουν στο προσκήνιο, με νέους και ενδιαφέροντες τρόπους, την ιστορική μαρξιστική προβληματική, τη σχετική με το ποιος παράγει τι, για ποιον παράγει και πώς παράγει. Ανοίγουν τη συζήτηση για τις νέες τεχνολογίες και για το πώς αυτές μπορούν να υπηρετούν τις κοινότητες και όχι τον έλεγχο των καπιταλιστών επί των διαδικασιών παραγωγής και διανομής. Ασχολούνται άμεσα με τα οικολογικά ζητήματα τα σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη ή με τα φεμινιστικά αντίστοιχα, τα σχετικά με το ρόλο της «φροντίδας» [των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ανήμπορων] στις κοινωνίες μας. 
Την ίδια στιγμή, μετά το 2008, στην Ελλάδα ιδίως μετά το 2010, η κοινωνική αντίσταση στα μέτρα λιτότητας περιλάμβανε ποικίλες μορφές αλληλεγγύης και πρωτοβουλιών για τη δημιουργία μιας παράλληλης κοινωνικής οικονομίας. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι αυτά τα πειράματα ήταν διστακτικά και σποραδικά, ενώ δεν είχαν την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για να εξασφαλίζουν βιώσιμους εναλλακτικούς τρόπους κατανάλωσης και παραγωγής, πόσο μάλλον να αμφισβητήσουν σοβαρά το σύστημα. Ωστόσο, η άποψη στην οποία ασκούμε εδώ κριτική, τα τέτοια πειράματα, στο βαθμό που δείχνει γι' αυτά ενδιαφέρον, έχει την τάση να τα θεωρεί μόνον χρήσιμες διαμαρτυρίες που εκφράζουν δυσαρέσκεια προς τις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης. Δείχνουν μικρό ενδιαφέρον για την «μεγάλη εικόνα», για τη δημιουργία μιας βιώσιμης σοσιαλιστικής οικονομίας. 
Ισχυριζόμαστε ότι αυτή είναι πολύ στενή αντίληψη. Όταν ο Κουβελάκης (2011) υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε την πολιτική στρατηγική του στην αντίθεση προς τη λιτότητα και στην ελπίδα ότι το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους θα λυθεί σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή του μέλλοντος, είναι διπλά παραπλανητικός. Πρώτον, ένα τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς υποστηρίζει ότι αν η Αριστερά θέλει να δώσει πειστικές απαντήσεις για την κρίση, τότε πρέπει να προχωρήσει πέρα ​​από το ζήτημα του δημόσιου χρέους, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό. Το να αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα, ως μία ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν τη λιτότητα εντός της ζώνης του ευρώ και εκείνων που υποστηρίζουν την έξοδο από την ευρωζώνη για να δημιουργηθεί χώρος για την αναδιάρθρωση της οικονομίας και για την ανάπτυξη, είναι εγκλωβισμός στο πεδίο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί η ιδεολογία αυτή υποστηρίζει αυτό που τόσο συχνά βιώνεται ως απειλή: ισχυρίζεται δηλαδή ότι η μόνη εναλλακτική λύση στη λιτότητα είναι η αποβολή της Ελλάδας από την ευρωζώνη, με όλο το μεγάλο κόστος που αυτό συνεπάγεται. Αυτό το δίλημμα μπορεί να ξεπεραστεί μόνον αν στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους δοθεί το πραγματικό του ειδικό βάρος και σταθμιστεί ορθά, μαζί με τα ζητήματα της κρίσης στά καπιταλιστικά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης που αναφέρθηκαν παραπάνω. 
Δεύτερον, το κομμάτι της Αριστεράς στο οποίο ασκεί κριτική ο Κουβελάκης, δραστηριοποιήθηκε πολύ έντονα σε όλα εκείνα τα κινήματα που συζητήθηκαν παραπάνω. Όχι μόνο για να εκφράσει αλληλεγγύη, αλλά και με την πεποίθηση ότι εάν η Αριστερά θέλει να ανακτήσει την ηγεμονία της, πρέπει να αποδείξει πως όχι μόνον λέει διαφορετικά πράγματα από τις κυρίαρχες ελίτ, αλλά και κάνει διαφορετικά πράγματα από αυτές. Όπως έχει υποστηριχθεί πολλές φορές, ο νεοφιλελευθερισμός έχει οδηγήσει τις κοινωνίες στο να υποτιμούν την πολιτική και τη δυνατότητά της να αλλάζει τα πράγματα στην πράξη. Συνεπώς, η επίλυση του ζητήματος περιστρέφεται γύρω από τους δρώντες παράγοντες που «πρακτορεύουν» [agency], που προωθούν ενεργά την κοινωνική αλλαγή. Εμείς αυτές τις μορφές της αλληλεγγύης και της κοινωνικής οικονομίας προτιμούμε να τις βλέπουμε ως πρακτικές που περιέχουν ριζοσπαστικό δυναμικό. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανταποκρίνονται άμεσα στις ανάγκες αυτών που η νεο-φιλελεύθερη απάντηση στην κρίση τους αποκλείει κάθε διέξοδο. Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο δημιουργούν δομές που μετασχηματίζουν (Suchting, 1983), μέσα στις οποίες οι άνθρωποι καταλήγουν να βλέπουν στην πράξη τις αξίες, λόγου χάρη την αλληλεγγύη, και καταλήγουν να βλέπουν ότι η πολιτική υπό την ευρεία έννοια, μπορεί να αλλάξει πραγματικά την κατάσταση. Ασφαλώς, οι άνθρωποι αλλάζουν τη στάση τους κατά πρώτο λόγο εξαιτίας περιστάσεων της πραγματικής ζωής και ιδεολογικής επανεξέτασης. Όμως οι πρακτικές που είναι αντιθετικές προς την καπιταλιστικές αξίες μπορούν και αυτές να παίξουν κρίσιμο ρόλο: μέσα σε μια κατάσταση όπως η σημερινή, όπου τα συνδικάτα ή οι κάθε μορφής ενώσεις της εργατικής τάξης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν έναν τέτοιο ρόλο, τουλάχιστον στον βαθμό που το έκαναν στο παρελθόν, η Αριστερά πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά για το ρόλο των εναλλακτικών πρακτικών.
Εκτός αν κάποιοι σκέφτονται, ότι το πιο σημαντικό στοιχείο για την αλλαγή των συνειδήσεων είναι η επιλογή της «σωστής» πολιτικής γραμμής που απαντά στη σημερινή συγκυρία. Φοβόμαστε πως για πολλούς εντός της ελληνικής Αριστεράς, ακριβώς τέτοιου είδους γραμμή ήταν και είναι η απάντηση [στην κρίση] με την έξοδο από την ευρωζώνη και την αναστολή της εξόφλησης του χρέους, την οποία αμφισβητούμε για τους λόγους που έχουν ήδη διευκρινισθεί. Όμως το θέμα εδώ είναι το εξής: απλά είναι πάρα πολύ αυτό που εικάζεται πως μπορεί να επιτύχει η σωστή «γραμμή». Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δεν μας εκπλήττει το γεγονός ότι η θέση που επικρίνουμε εδώ, παραλείπει να θέσει στον εαυτό της δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το βαθμό υποστήριξης προς την στρατηγική που επέλεξε. Συχνά θεωρείται ως δεδομένο αυτό ακριβώς που χρειάζεται να αποδειχθεί.
[Αναξιόπιστο κράτος που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολλούς πολίτες]
Στην Ελλάδα, ακόμη και μεταξύ των προοδευτικών τμημάτων του πληθυσμού, είναι πολύ διαδεδομένος ο σκεπτικισμός ότι το υφιστάμενο κράτος μπορεί να αποτελέσει όχημα για την αλλαγή προς κάποια κατεύθυνση στοιχειωδώς επιθυμητή. Αυτό αντανακλά όχι μόνο τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας επί πολλά χρόνια, αλλά και την πραγματική λειτουργία του ελληνικού κράτους: πρόκειται για ένα ιεραρχικό, αναποτελεσματικό, πελατειακό και αυταρχικό κράτος που έχει υπηρετήσει καλά τους Έλληνες καπιταλιστές και τους συμμάχους τους. Πώς να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ένα τέτοιο κράτος, πώς να εκδημοκρατισθεί, πώς να γίνει ευαίσθητο στις κοινωνικές ανάγκες και πώς να συνδυαστεί με μορφές άμεσης δημοκρατίας; Αυτά φαίνεται να είναι μερικά από τα πιο πιεστικά ζητήματα για την ελληνική Αριστερά. Όχι όμως για την άποψη στην οποία ασκούμε κριτική εδώ, η οποία ισχυρίζεται ότι: 
1) το κράτος αυτό είναι σε θέση να ενεργοποιήσει με αποτελεσματικό τρόπο το παραδοσιακό οπλοστάσιο των αριστερών οικονομικών εναλλακτικών λύσεων και 
2) ότι αρκετοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το (1) είναι σωστό. 
Πολύ λίγα φαίνονται να δικαιολογούν αυτούς τους δύο ισχυρισμούς. Και το θέμα δεν είναι, ότι εύκολες απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν υπάρχουν. Όμως είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι μπορεί να υπάρξει πρόοδος, χωρίς τουλάχιστον να τεθούν τα ερωτήματα αυτά, και μάλιστα σε διάφορα επίπεδα. Μπορούν, λόγου χάρη, τα συνδικάτα των οργανισμών και επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα να αυτο-μεταμορφωθούν, ώστε να είναι σε θέση να ενσωματώνουν τις παραδοσιακές τους διεκδικήσεις στις διεκδικήσεις των ομάδων καταναλωτών και των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία απαιτούν καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες; 
Μήπως ισχυριζόμαστε στα σοβαρά ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό, ή τουλάχιστον μια αριστερή έξοδος από την κρίση, που ανοίγει νέα θέματα, πρέπει να περιμένει μέχρι να δοθούν απαντήσεις σε τέτοια δύσκολα ερωτήματα; Φυσικά όχι, όμως οι αντιρρήσεις μας θέτουν ένα μεγάλο ζήτημα που έχει ήδη συζητηθεί πολύ εντός της Αριστεράς. Στα πλαίσια της τωρινής κατάστασης στην Ελλάδα, το ζήτημα μπορεί να τεθεί απλά ως εξής: κατά πόσον το πρόγραμμα της Αριστεράς μπορεί να θεωρείται ως προϋπάρχον, ανεξάρτητο από τα κοινωνικά κινήματα; Να επισημάνουμε επίσης ότι το ερώτημα αυτό τίθεται, είτε αντιλαμβανόμαστε την κίνηση προς μια διαφορετική κοινωνία ως μια μακρά διαδικασία εξελικτικών αλλαγών μέσα στον καπιταλισμό, είτε ως μια πιο συμπυκνωμένη περίοδο ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα, είτε ως κάτι μεταξύ των δύο (ως ενδιάμεσες διαδοχικές «ρήξεις», βαδίζοντας στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, όπως υποστήριζαν συνήθως οι αριστεροί ευρωκομμουνιστές).
Από το φίλμ  Στάλκερ του Αντρέι Ταρκόφσκι
[Η συνύπαρξη των πολιτικά ανόμοιων:  Προετοιμάζοντας το 2015 ήδη από το 2012]
Όσοι είμαστε αντίθετοι προς τη γραμμή που υποστηρίζει την έξοδο από την ευρωζώνη και την αναστολή της εξυπηρέτησης του χρέους, ήμασταν και είμαστε πρόθυμοι να αποδεχτούμε ότι οι διαφορές απόψεων στο θέμα αυτό, δεν αποτελούν αναγκαστικά εμπόδιο στην εξεύρεση κοινού εδάφους για τη δράση εδώ και τώρα. Εκτός των άλλων, κανείς λογικός άνθρωπος δεν προανήγγειλε [σε εκλογικό πρόγραμμα] μια νομισματική υποτίμηση. Άς σκεφτούμε απλά και μόνον τι θα συνέβαινε σε τέτοια περίπτωση κατά τις παραμονές των εκλογών στις τραπεζικές καταθέσεις, άν ήταν πιθανή μια νίκη της Αριστεράς. Όμως το κύριο ζήτημα είναι άλλο: Σε μια περίοδο [όπως το 2012] που αναπτύσσονται τα κινήματα υποστήριξης προς μια ριζοσπαστική ρήξη με το σημερινό σύστημα, έχουμε ως προτεραιότητα την ουσιαστική ενότητα των κινημάτων και τη διασύνδεση μεταξύ τους με βάση τις κοινές ανησυχίες και προσδοκίες, ή αντίθετα, έχει προτεραιότητα η «σωστή» πολιτική γραμμή; Είναι ανάγκη να διαιρεθεί τώρα το κίνημα, εξαιτίας των πολύ διαφορετικών απαντήσεων για το τι πρέπει να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση όταν βρεθεί στην εξουσία σε ό,τι αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία και τη μείωση του ύψους των αποπληρωμών του χρέους; Θεωρούμε πολύ πιο προβληματική την προτεραιότητα που δίνεται στο ερώτημα για το κατάλληλο καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά την ίδια την απάντηση που δίνουν [όσοι επικρίνουμε] στο ερώτημα αυτό. Ιδίως όταν χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για να παρακαμφθούν οι κοινωνικές πιέσεις που αξιώνουν την ενότητα της Αριστεράς ως απάντηση στα προγράμματα λιτότητας.
     
* Παραλείφθηκε το πρώτο εισαγωγικό μέρος του πρωτότυπου άρθρου το οποίο αφορά ειδικά τη σχετική συζήτηση για το θέμα το 2012. Οι μεγάλοι μεσότιτλοι (1, 2, 3) είναι των συγγραφέων· οι ενδιάμεσοι μικροί όχι. Προστέθηκαν εκ των υστέρων στην ελληνική μετάφραση του ιστότοπου Μετά την Κρίση.
   
Σημειώσεις
[3] Είναι δυσάρεστη πραγματικότητα για όσους σήμερα υποστηρίζουν τη στρατηγική της εξόδου, το ότι η προσέγγισή τους έχει τόση αναλογία με την αποτυχημένη «σοσιαλιστική» εμπειρία των αρχών της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο εκείνη είχε επίσης ως πρόγραμμα έναν ξεχωριστό εθνικό δρόμο, στον οποίο σημαντικό ρόλο επρόκειτο να παίξει η βιομηχανική πολιτική, οι αποφάσεις οικονομικού σχεδιασμού και η κοινωνικοποίηση των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, σε ένα περιβάλλον και μια εποχή όπου οι έλεγχοι κίνησης κεφαλαίων, η συναλλαγματική ισοτιμία και η νομισματική πολιτική ήταν τότε διαθέσιμα ως πολιτικά εργαλεία.
[4] Alpha Bank, Greece and Southeastern Europe. Economic & Financial Outlook, n.74, Μάιος 2010 (internet: http://www.alpha.gr/files/infoanalyses/Greece_&_Southeastern_201005.pdf).
[5] Πρέπει να σημειωθεί πως αυτό δεν ισχυει στην περίπτωση της Ιρλανδίας.
[6] Έτσι ο Δ. Καζάκης, ανεξάρτητος οικονομολόγος, προερχόμενος από το KKE, έχει δημιουργήσει δικό του κόμμα με αναγνωρίσιμα εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Προηγουμένως προσπάθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει μια πλατφόρμα από αριστερίστικες οργανώσεις για να στηρίξει την επιλογή του για αθέτηση εξυπηρέτησης του χρέους και έξοδο από την ευρωζώνη. Μια άλλη περίπτωση ήταν εκείνη της «Σπίθας»ομάδας που συσπειρώθηκε γύρω από τον Μίκης Θεοδωράκη, ιστορικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς - όμως η ολοένα και πιο έντονη πατριωτική ρητορική του μαζί με αναξιόπιστες συμπράξεις, είχε ως αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν στη Σπίθα οι  εθνικιστικές πτυχές.
[7] Τα 2 αυτά θέματα είναι βασικά στο βιβλίο των Λάσκου και Τσακαλώτου (2011), που επικεντρώνεται στην απάντηση της Αριστεράς στην κρίση μέσα σε μια ιστορική προοπτική. Ο τίτλος του βιβλίου «Χωρίς επιστροφή» δεν αναφέρεται μόνον στην σοσιαλδημοκρατική και στη νεοφιλελεύθερη εμπειρία της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και στην απάντηση που έδωσε στην κρίση της δεκαετίας του 1970 η Αριστερά με χωριστές εθνικές στρατηγικές, κυρίως για την αναδιάρθρωση της καθεμιάς εγχώριας οικονομίας.
  
Παραπομπές:
Κουβελάκης Στάθης (2011) ‘The Greek Cauldron’, New Left Review, 72, November-December, σ. 17-32.
Λαπαβίτσας Κ., Kaltenbrunner A., Lindo D., Michell J., Painceira J. P., Pires E., Powell J., Stenfors A., Teles E. (2010) Eurozone Crisis: begger thyself and thy neighbour, Research on Money and Finance, Occasional Report.
Λαπαβίτσας Κ., A. Kaltenbrunner, G. Lambrinidis, D. Lindo, J. Meadway, J. Michell, J.P. Painceira, E. Pires, J. Powell, A. Stenfors, N. Teles y L. Vatikiotis (2011) Breaking Up? A Route Out of the Eurozone Crisis, Research in Money and Finance, Special Report 3.
Λαπαβίτσας Κ. ‘Default and Exit from the Eurozone: A Radical Left Strategy’, Socialist Register 2012: The Crisis and the Left, τόμ. 48.
Lebowitz D. (2003) Beyond Political Economy: Marx’s Political Economy of the Working Class, Palgrave Macmillan.
Μηλιός Γ. και Σωτηρόπουλος Δ. (2009) Rethinking Imperialism: A Study of Capitalist Rule, Palgrave Macmillan - pdf  [στα ελληνικά υπάρχει το: Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Νήσος, 2011]
Μηλιός Γ. και Οικονομάκης Γ. (2011), ‘The Middle Classes, Class Places, and Class Positions: A Critical Approach to Nicos Poulantzas’s Theory’, Rethinking Marxism τομ. 23 No. 2 (April), σ. 226-245  [ελληνικά: Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση - Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά (ολόκληρο το κείμενο), περιοδικό Θέσεις, τεύχος 99, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2007]
Ρυλμόν Π. (2011) ‘Δεν υπάρχει σύντομη οδός διαφυγής’, εφημερίδα Εποχή, 1/5/11 [υπάρχει εδώ].
Suchting W. A. (1983) Marx: An Introduction, Wheatsheaf Books
http://www.biblionet.gr/book/171750/%CE%A7%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82_%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AEhttp://www.biblionet.gr/book/169034/%CE%99%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82,_%CF%87%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AD%CF%82,_%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7
Η αριστερή στρατηγική απέναντι στην κρίση, του Χρήστου Λάσκου (tvx)
Andrew Stuttaford: Από τον Βαρουφάκη στον Τσακαλώτο, Ελλάδα, η επόμενη μέρα
     
Αποκλίσεις:
      
Το ευρωπαϊκό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ, πως το καταστρέφει ο ανορθολογισμός, η αναζήτηση διεξόδου
   
Οι υπνοβάτες & ο βαρώνος Μινχάουζεν - πολιτικό λάθος και σωστό δημοψήφισμα
   
Θρίλερ Ελληνικού δημόσιου χρέου, ΑΕΠ, 1960-2012. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα

   
Ελλάδα, Ευρώπη και πατριωτισμός
Update 28.1.2016: 
Μια ανάλυση με διαφορετικές θεωρητικές βάσεις, με οικονομετρικά στοιχεία για την χρηματοοικονομική εξέλιξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Ως προς την μακροοικονομική ερμηνεία, συγκλίνει με τα κεφάλαια [Μαγική εικόνα 1995-2008: Άνοδος ΑΕΠ των χωρών του Νότου, χρηματοικονομικά πλεονάσματα] και [Έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πλεονάσματα ισοζυγίου κεφαλαίων, ανταγωνιστικότητα, υπερθέρμανση «περιφερειακών» οικονομιών, «φούσκες» εσωτερικής ζήτησης]:
Silvia Merler (Bruegel):  Μακροοικονομικές ανισορροπίες και χρηματοπιστωτική ενοποίηση στη ζώνη του ευρώ -  Η χρηματοπιστωτική πλευρά μιας μακροοικονομικής ιστορίας
Συναφής με το θέμα είναι ο σχολιασμός στο άρθρο του Πέτρου Σταύρου «Η λιτότητα, το Grexit και η διαπραγμάτευση» - 17.3.2015):
Η αποδοχή της μοναδικής «ελληνικής ιδιαιτερότητας» μεταξύ των χωρών σε κρίση και η παγίωσή της με «αριστερή» επιχειρηματολογία ως μόνιμης και αποδεκτής πολιτικά κατάστασης, δεν αποτελεί στρατηγική ανατροπής της λιτότητας. Απεναντίας σηματοδοτεί την επικύρωση μιας συνέχειας του ελληνικού failed state και στην πτωτική φάση του οικονομικού κύκλου, δηλαδή πολιτική αποδοχή της «φυσικής»/κυκλικής συνέχειας της προ-μνημονιακής περιόδου της φούσκας.Επιπλέον, η αποδοχή της μοναδικής «ελληνικής ιδιαιτερότητας» συνιστά εξαιρετικά αδύνατη διαπραγματευτική θέση: την πιο αδύνατη που μπορεί να διανοηθεί κανείς.
Κοντολογίς: η Ελλάδα, χώρα που άσκησε σκληρή φιλο-κυκλική πολιτική στην άνοδο (1990-2008), είναι αδύνατο να βγεί τώρα μόνη της απο το φαύλο κύκλο, με οποιονδήποτε τρόπο. Τα δημοσιονομικά της περιθώρια καθορίστηκαν τότε. Επομένως η διαπραγμάτευση μπορεί να έχει ως στόχο τον αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό. Ο ζωσμένος με εκρηκτικά καμικάζι, που είναι και λιλιπούτειος για την οικονομική κλίμακα της ευρωζώνης, είναι απλά αυτοκαταστροφικός.
Όσο για την ανατροπή της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής, αυτή μπορεί να γίνει όταν εμπλακούν στην πολιτική αντιπαράθεση οικονομίες με βάρος που μπορεί να επηρεάζει, εννοούνται φυσικά η Ισπανία και Ιταλία.

Γ. Ρ. 
ΕΚΤ: Γιατί η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου δεν συγκλίνουν οικονομικά με τον Βορρά;
Ο καταστροφικός ρόλος της φιλο-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των ετών αλματώδους μεγέθυνσης του ΑΕΠ 
[...] Ειδικά για την Ελλάδα στην έκθεση αναφέρεται πως η εκτίναξη της εγχώριας ζήτησης, που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, οδήγησε σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα αυτού, η δημοσιονομική πολιτική ήταν υπερβολικά φιλο-κυκλική κατά τη διάρκεια των ετών της αλματώδους ανάπτυξης, καθώς οι προϋπολογισμοί βασίστηκαν στη παραδοχή ότι τα υψηλά έσοδα που παράγονται από μη βιώσιμη εγχώρια ζήτηση θα συνεχίσουν να δημιουργούνται στα επόμενα χρόνια. Με την έναρξη της σοβαρής κρίσης, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν απότομα, με αποτέλεσμα την ταχεία αύξηση του δημόσιου χρέους [...]
John Gray: Progressive, like the 1980s - London Review of Books, vol.32, no. 20, 21 October 2010, σελ. 3-7
   
John Gray: Απατηλή αυγή - Οι αυταπάτες του παγκόσμιου καπιταλισμού (Πόλις, 1999).
Κριτική παρουσίαση από τον Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλο (Το Βήμα)

    
Rafael Behr (The Guardian): John Gray, False Dawn - The Delusions of Global Capitalism 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις 2013 - 2022

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται

Το δημοκρατικό αίτημα των καιρών: Το δίκιο των νέων γενεών και των γενεών που έρχονται
Χρίστος Αλεξόπουλος: Κλιματική κρίση και κοινωνική συνοχή

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι

ΕΠΙΛΟΓΕΣ:<br>Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι
Πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου

Danilo Kiš:

Danilo Kiš:
Συμβουλές σε νεαρούς συγγραφείς, και όχι μόνον

Predrag Matvejević:

Predrag Matvejević:
Ο Ρωσο-Κροάτης ανιχνευτής και λάτρης του Μεσογειακού κόσμου

Azra Nuhefendić

Azra Nuhefendić
Η δημοσιογράφος με τις πολλές διεθνείς διακρίσεις, γράφει για την οριακή, γειτονική Ευρώπη

Μάης του '36, Τάσος Τούσης

Μάης του '36, Τάσος Τούσης
Ο σκληρός Μεσοπόλεμος: η εποχή δοσμένη μέσα από τη ζωή ενός ανθρώπου - συμβόλου

Ετικέτες

«Γενιά του '30» «Μακεδονικό» 1968 1989 αειφορία Ανδρέας Παπανδρέου αντιπροσωπευτική δημοκρατία Αριστοτέλης Αρχιτεκτονική Αυστρομαρξισμός Βαλκανική Βαρουφάκης βιοποικιλότητα Βρετανία Γαλλία Γερμανία Γκράμσι Διακινδύνευση Έθνος και ΕΕ Εκπαίδευση Ελεφάντης Ενέργεια Επισφάλεια ηγεμονία ΗΠΑ Ήπειρος Θ. Αγγελόπουλος Θεοδωράκης Θεσσαλονίκη Θεωρία Συστημάτων Ιβάν Κράστεφ ιστορία Ιταλία Καντ Καρλ Σμιτ Καταναλωτισμός Κεντρική Ευρώπη Κέϋνς Κίνα Κλιματική αλλαγή Κοινοτισμός κοινωνική ανισότητα Κορνήλιος Καστοριάδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης Κράτος Πρόνοιας Κώστας Καραμανλής Λιάκος Α. Λογοτεχνία Μάνεσης Μάξ Βέμπερ Μάρξ Μαρωνίτης Μέλισσες Μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης Μέσα Ενημέρωσης Μεσόγειος Μεταπολίτευση Μιχ. Παπαγιαννάκης Μουσική Μπερλινγκουέρ Νεοφιλελευθερισμός Νίκος Πουλαντζάς Νίτσε Ο τόπος Οικολογία Ουκρανία Π. Κονδύλης Παγκοσμιοποίηση Παιδεία Πράσινοι Ρήγας Ρίτσος Ρωσία Σεφέρης Σημίτης Σολωμός Σοσιαλδημοκρατία Σχολή Φραγκφούρτης Ταρκόφσκι Τουρκία Τραμπ Τροβαδούροι Τσακαλώτος Τσίπρας Φιλελευθερισμός Φιλοσοφία Χαλκιδική Χέγκελ Χριστιανισμός Acemoglu/Robinson Adorno Albrecht von Lucke André Gorz Axel Honneth Azra Nuhefendić Balibar Brexit Carl Schmitt Chomsky Christopher Lasch Claus Offe Colin Crouch Elmar Altvater Ernst Bloch Ernst-W. Böckenförde Franklin Roosevelt Habermas Hannah Arendt Heidegger Jan-Werner Müller Jeremy Corbyn Laclau Le Corbusier Louis Althusser Marc Mazower Matvejević Michel Foucault Miroslav Krleža Mudde Otto Bauer PRAXIS International Ruskin Sandel Michael Strauss Leo Streeck T. S. Eliot Timothy Snyder Tolkien Ulrich Beck Wallerstein Walter Benjamin Wolfgang Münchau Zygmunt Bauman

Song for the Unification (Zbigniew Preisner -
Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube

Song for the Unification (Zbigniew Preisner - <br>Elzbieta Towarnicka - Kr. Kieślowski) - youtube
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον...
Ἡ ἀγάπη ...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη (προς Κορινθ. Α΄ 13)

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»

Zygmunt Bauman: «Ρευστές ζωές, ρευστός κόσμος, ρευστή αγάπη»
«Είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος αλλά μακροπρόθεσμα αισιόδοξος»

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας

Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
«Χριστούγεννα με τον Κοκκινολαίμη – Το Αηδόνι του Χειμώνα»

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι

Ψηλά στην Πίνδο, στο Περτούλι